Ενώ μαίνεται η επανάσταση για την ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκατοντάδες Έλληνες βρίσκουν καταφύγιο στη Σύρο. Μια νέα πόλη ιδρύεται. Η Ερμούπολη εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς σε ισχυρό ναυτιλιακό και διεθνές εμπορικό κόμβο της Μεσογείου συνδέοντας την Ευρώπη με την Ανατολή. Αυτή τη θαλασσινή πολιτεία επιλέγει ο Γρηγόριος Πάικος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και αγωνιστής του 1821, για να εγκατασταθεί και να φτιάξει τη ζωή του.
Έχοντας εξελιχθεί σε δυναμικό επιχειρηματία, επιλέγει τα Βαπόρια, τη συνοικία των εφοπλιστών και βιομηχάνων, για να χτίσει την οικία που θα στεγάσει εκείνον, τη σύζυγο και τα εννέα παιδιά τους. Η κατοικία του δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα μεγαλοπρεπές νεοκλασικό, η αρχιτεκτονική του οποίου, σύμφωνα με τα πρότυπα της Ερμούπολης εκείνης της εποχής, εκφράζεται από στοιχεία που σχετίζονται με την ελληνική αρχαιότητα, τη συμμετρία και τη μνημειακότητα. Ένα αρχοντικό με πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο, οροφογραφίες και τοιχογραφίες φιλοτεχνημένες από βενετούς, κυρίως, καλλιτέχνες της εποχής. Μια ένδοξη εποχή ακολουθεί όπου οι χοροεσπερίδες στα σαλόνια των αστών και οι βραδιές τέχνης παίζουν τον κεντρικό ρόλο στην κοινωνική ζωή της ελίτ του νησιού.
Ο θάνατός του το 1879 σηματοδοτεί την αρχή μιας διαφορετικής περιόδου. Το αρχοντικό περνάει στην κυριότητα επιφανών οικογενειών και προσωπικοτήτων του τόπου. Αλλάζει χέρια ξανά και ξανά, μέχρι που καταλήγει παραμελημένο και παραδομένο στη φθορά του χρόνου.
Η οικογένεια Πολυκρέτη έρχεται να δώσει νέα πνοή στο κτήριο. Ο Γιάννης Πολυκρέτης θυμάται τα παιδικά του χρόνια με το επιβλητικό κτήριο δίπλα στο πατρικό του σπίτι να υποκύπτει χρόνο με το χρόνο στη φθορά και να μετατρέπεται σε θλιβερό απομεινάρι του περασμένου μεγαλείου του. Η αγάπη προς την Ερμούπολη και την ιστορική κληρονομιά της, συνέβαλαν σημαντικά στην απόφαση της οικογένειας για την απόκτηση του κτηρίου και την αναγέννησή του ως χώρο φιλοξενίας. Η ιδέα της αποκατάστασης του χαρακτηρισμένου ως Διατηρητέου Μνημείου και της μετατροπής του σε ξενοδοχείο που συνδυάζει αρμονικά τη γοητεία του κλασικού με το σύγχρονο ντιζάιν πηγάζει από την επίγνωση του Γιάννη, της συζύγου και των παιδιών τους, ότι το κτήριο, ως κομμάτι της κληρονομιάς της Σύρου, πρέπει να είναι ανοιχτό στο κοινό. Ήρθε η στιγμή το νεοκλασικό να επιστρέψει στην θέση που του αξίζει στην κοινωνική ζωή του νησιού.
Οι εργασίες και οι διαδικασίες προκειμένου να αναδειχθεί η αυθεντική γοητεία και ο μνημειακός χαρακτήρας του, χωρίς να αλλοιωθούν τα αρχικά χαρακτηριστικά του, διήρκησαν 7 χρόνια. Εκτός από την εξωτερική του όψη, το κτήριο ήταν ένα στολίδι και στο εσωτερικό του που είχε όμως εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου. Η προσεκτική μελέτη κάθε λεπτομέρειας και η προσωπική συμμετοχή των τεσσάρων μελών της οικογένειας Πολυκρέτη, όχι μόνο ως ιδιοκτήτες αλλά και ως μηχανικοί, ήταν μια άσκηση ισορροπίας. Η πολυετής έλλειψη συντήρησης είχε προκαλέσει σημαντικές καταστροφές στον εσωτερικό διάκοσμο και εκτεταμένες φθορές εσωτερικά και κυρίως στις οροφές. Μερεμέτια, περάσματα καλωδίων και ρηγματώσεις τραυμάτισαν τις οροφογραφίες που στόλιζαν τα περισσότερα δωμάτια. Πολύπλοκη και χρονοβόρα, η αποκατάσταση έγινε με φροντίδα ώστε όλες οι εργασίες να είναι απόλυτα συμβατές µε την ιστορική αξία του κτηρίου και σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Η διάταξη των χώρων, η βασική δομή των δωματίων, οι εσωτερικές ψηλές δίφυλλες πόρτες, οι πέτρινοι τοίχοι που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν σε πάχος το 1,20μ. διατηρήθηκαν ευλαβικά. Στα δρύινα πατώματα οι σανίδες έχουν το ίδιο πλάτος όπως παλιά, οι τεχνοτροπίες στους τοίχους αποκαταστάθηκαν, οι οροφογραφίες και οι τοιχογραφίες επανήλθαν στην αρχική τους αίγλη. Τα υλικά και οι πρακτικές, όπως κονιάματα στην πέτρινη τοιχοποιία χωρίς τσιμέντο, που χρησιμοποιήθηκαν επιλέχθηκαν ώστε να μην αλλοιώσουν τη μορφή και δομή των υπαρχόντων κατασκευών.
Η οικογένεια Πολυκρέτη υποδέχεται τους πρώτους επισκέπτες του ξενοδοχείου το οποίο ονομάζει Argini, αντλώντας έμπνευση από την κομψότητα της Αργίνης, κόρης του ερμουπολίτη Εμμανουήλ Μπενάκη και φημισμένη καλλονή της εποχής της.
Κάθε ένα από τα 11 δωμάτια αναγεννήθηκε τηρώντας την αρμονία μεταξύ του παλιού και του καινούριου ώστε να θυμίζει στους φιλοξενούμενους ότι παρά το design και τη διακριτική πολυτέλεια, η ιστορία είναι παρούσα διαρκώς. Στα μπάνια κυριαρχεί το μάρμαρο, με έμφαση στα ελληνικά μάρμαρα. Στη φιλοσοφία ότι οι λεπτομέρειες δίνουν ταυτότητα και μοναδικό χαρακτήρα στην εμπειρία της φιλοξενίας που θέλει να προσφέρει το Argini, το ξενοδοχείο διαθέτει δύο σαλόνια, χώρο πρωινού και business lounge όπου οι επισκέπτες μπορούν να χαλαρώσουν ή να δουλέψουν. Οι δύο στέρνες, με τις αψιδωτές οροφές και την πέτρινη τοιχοποιία, μετατράπηκαν σε καταφύγιο ευεξίας με χαμάμ και εσωτερική θερμαινόμενη πισίνα με υδρομασάζ, ώστε οι επισκέπτες να ζήσουν μια ολιστική εμπειρία διαμονής.
Με έμπνευση από την παράδοση, τις μνήμες και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Σύρου, το εστιατόριο elexis προσκαλεί τους επισκέπτες στον κήπο του για μια περιήγηση στον κόσμο της δικής του γαστρονομίας. Η αγάπη για την κουλτούρα και κουζίνα των Κυκλάδων εκφράζεται σε ένα μενού αυθεντικά ελληνικό με διεθνείς αναφορές και σύγχρονες τεχνικές. Μια πανδαισία γεύσεων που συμπληρώνεται από την ενημερωμένη λίστα κρασιών. Στη φιλοσοφία ότι κάθε στιγμή είναι μοναδική, το Bar Under the Sky, είναι αφιερωμένο στην εμπειρία της απόλαυσης του τέλειου ποτού, την τέλεια στιγμή.